- θηρεύσιμος
- -η, -ο (Α θηρεύσιμος, -ον) [θηρεύω]1. αυτός τον οποίο μπορεί ή αξίζει κάποιος να θηρεύσει, αγρεύσιμος2. κατορθωτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θηρευτός — ή, ό (Α θηρευτός, ή, όν) [θηρεύω] θηρατός, θηρεύσιμος … Dictionary of Greek